- εὔδρομον
- εὔδρομοςrapid swimmermasc/fem acc sgεὔδρομοςrapid swimmerneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благотечи(щи) — БЛАГОТЕ|ЧИ(ЩИ) (3*), КОУ, ЧЕТЬ гл. 1.Легко двигаться: поне же бо тѣло наше за весь д҃нь изнемогаеть... нужьна естъства съдѣтель повсед҃невноую пищею съдержатисѩ оустрои. ˫ако же се всегда бл҃готекоущю. но не разливати. и ищезновати ˫ако же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Greek cruiser Elli (1912) — Elli Εύδρομον Έλλη Career (Greece) … Wikipedia
εύδρομος — η, ο (ΑΜ εὔδρομος, ον) αυτός που τρέχει γρήγορα, ο ταχύς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύδρομο τύπος πολεμικού πλοίου τής γραμμής, ταχύτερου τών βαρέων θωρηκτών μάχης αλλά με ασθενέστερη θωράκιση, καταδρομικό) μσν. αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί… … Dictionary of Greek